κεφαλαιαγορά

Grec modifier

Étymologie modifier

Composé de κεφάλαιο et de αγορά.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κεφαλαιαγορά οι  κεφαλαιαγορές
Génitif της  κεφαλαιαγοράς των  κεφαλαιαγορών
Accusatif τη(ν)  κεφαλαιαγορά τις  κεφαλαιαγορές
Vocatif κεφαλαιαγορά κεφαλαιαγορές

κεφαλαιαγορά (kefaleagorá) \Prononciation ?\ féminin

  1. (Finance) Marché de capitaux.