Étymologie

modifier
Déverbal de ντρέπομαι (« avoir honte »), en grec ancien ἐντροπή, entropḗ (« révérence, honte »), apparenté à τροπή.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ντροπή οι  ντροπές
Génitif της  ντροπής των  ντροπών
Accusatif τη(ν)  ντροπή τις  ντροπές
Vocatif ντροπή ντροπές

ντροπή, dropí \dɾoˈpi\ féminin

  1. Honte.

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ντροπή)