Étymologie

modifier
Du verbe οδηγώ (« conduire ») avec le suffixe nominal -ση.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  οδήγηση οι  οδηγήσεις
Génitif της  οδήγησης
οδηγήσεως
των  οδηγήσεων
Accusatif τη(ν)  οδήγηση τις  οδηγήσεις
Vocatif οδήγηση οδηγήσεις

οδήγηση \Prononciation ?\ féminin

  1. Conduite.

Synonymes

modifier

Voir aussi

modifier