ουδετερότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de ουδέτερος, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ουδετερότητα οι  ουδετερότητες
Génitif της  ουδετερότητας των  ουδετεροτήτων
Accusatif τη(ν)  ουδετερότητα τις  ουδετερότητες
Vocatif ουδετερότητα ουδετερότητες

ουδετερότητα, udheterótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Neutralité.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ουδετερότητα)