Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot  composé de παρά, pará et de ξίφος, xíphos.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif παραξιφίς αἱ παραξιφίδες τὼ παραξιφίδε
Vocatif παραξιφί παραξιφίδες παραξιφίδε
Accusatif τὴν παραξιφίδα τὰς παραξιφίδας τὼ παραξιφίδε
Génitif τῆς παραξιφίδος τῶν παραξιφίδων τοῖν παραξιφίδοιν
Datif τῇ παραξιφίδι ταῖς παραξιφίσι(ν) τοῖν παραξιφίδοιν

παραξιφίς, paraxiphís *\pa.ra.ksi.ˈpʰis\ féminin

  1. Dague.

Références modifier