Étymologie

modifier
Du grec ancien πρεσβεία, presbeía.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  πρεσβεία οι  πρεσβείες
Génitif της  πρεσβείας των  πρεσβειών
Accusatif τη(ν)  πρεσβεία τις  πρεσβείες
Vocatif πρεσβεία πρεσβείες

πρεσβεία, presvía \Prononciation ?\ féminin

  1. Ambassade.
    • Οι ελληνικές πρεσβείες πήραν οδηγίες από την κυβέρνηση για το χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων.

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πρεσβεία)

Étymologie

modifier
De πρεσβεύω, presbeúô.

Nom commun

modifier

πρεσβεία, presbeía *\Prononciation ?\ féminin

  1. Séniorité, âge avancé, vieillesse.
  2. Séniorité, rang, dignité.
  3. Ambassade.

Apparentés étymologiques

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier