σκλαβοπάζαρο

Étymologie

modifier
Composé de σκλάβος et de παζάρι.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  σκλαβοπάζαρο τα  σκλαβοπάζαρα
Génitif του  σκλαβοπάζαρου των  σκλαβοπάζαρων
Accusatif το  σκλαβοπάζαρο τα  σκλαβοπάζαρα
Vocatif σκλαβοπάζαρο σκλαβοπάζαρα

σκλαβοπάζαρο, sklavopázaro \Prononciation ?\ neutre

  1. Marché aux esclaves.

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκλαβοπάζαρο)