ψαλίδα
Étymologie
modifier- Du grec ancien ψαλίς, psalís.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ψαλίδα | οι | ψαλίδες |
Génitif | της | ψαλίδας | των | ψαλίδων |
Accusatif | τη(ν) | ψαλίδα | τις | ψαλίδες |
Vocatif | ψαλίδα | ψαλίδες |
ψαλίδα (psalídha) \Prononciation ?\ féminin
- Cisaille.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- (Sens figuré) Écart important entre la quantité la plus grande et la plus petite.
- Διευρύνεται επικίνδυνα η ψαλίδα τιμών μισθών (Ριζοσπαστής, numéro 22321 du 10 novembre 2012).
- Le fossé entre les salaires se creuse dangereusement.
- Διευρύνεται επικίνδυνα η ψαλίδα τιμών μισθών (Ριζοσπαστής, numéro 22321 du 10 novembre 2012).
Apparentés étymologiques
modifier- ψαλίδι (« ciseaux »)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ψαλίδα)