ψευδώνυμο
Étymologie
modifier- (Nom commun) Substantivation du nominatif neutre singulier de l'adjectif ψευδώνυμος.
Forme d’adjectif
modifierψευδώνυμο
- Accusatif masculin singulier de ψευδώνυμος.
- Nominatif neutre singulier de ψευδώνυμος.
- Accusatif neutre singulier de ψευδώνυμος.
- Vocatif neutre singulier de ψευδώνυμος.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ψευδώνυμο | τα | ψευδώνυμα |
Génitif | του | ψευδωνύμου | των | ψευδωνύμων |
Accusatif | το | ψευδώνυμο | τα | ψευδώνυμα |
Vocatif | ψευδώνυμο | ψευδώνυμα |
ψευδώνυμο (psevdhónimo) \psɛv.ˈðɔ.ni.mɔ\ neutre