Étymologie

modifier
Du grec ancien ἀδάμας, adámas.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  διαμάντι τα  διαμάντια
Génitif του  διαμαντιού των  διαμαντιών
Accusatif το  διαμάντι τα  διαμάντια
Vocatif διαμάντι διαμάντια

διαμάντι (diamándi) \ðʝaˈman.di\ neutre

  1. (Minéralogie) Diamant.