καθαριότητα

GrecModifier

ÉtymologieModifier

Mot dérivé de καθαρός, katharós (« propre »), avec le suffixe -ότητα, -otita.

Nom commun Modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καθαριότητα οι  καθαριότητες
Génitif της  καθαριότητας των  καθαριοτήτων
Accusatif τη(ν)  καθαριότητα τις  καθαριότητες
Vocatif καθαριότητα καθαριότητες

καθαριότητα (kathariótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Propreté.