Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien μεταφορά, metaphorá.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μεταφορά οι  μεταφορές
Génitif της  μεταφοράς των  μεταφορών
Accusatif τη(ν)  μεταφορά τις  μεταφορές
Vocatif μεταφορά μεταφορές

μεταφορά (metaforá) *\mɛ.ta.fɔ.ˈɾa\ féminin

  1. Transport.
  2. Transfert.
    • ολοκληρώθηκε η μεταφορά των αρχείων από το σκληρό δίσκο στη δισκέτα
    • η επιχείρηση θα παραμείνει κλειστή για δύο ημέρες λόγω μεταφοράς των γραφείων της σε άλλο κτήριο
  3. Adaptation.
    • η επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος
  4. Métaphore.
    • στη φράση «ο αντίπαλος έγινε λαγός» υπάρχει μεταφορά μιας ιδιότητας του μη ανθρώπινου ουσιαστικού «λαγός», της ταχύτητας με την οποία φεύγει καταδιωκόμενος, στο ανθρώπινο υποκείμενο του ρήματος «έγινε»

Dérivés modifier

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Déverbal de μεταφέρω, metaphérô (« transporter »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μεταφορά αἱ μεταφοραί τὼ μεταφορά
Vocatif μεταφορά μεταφοραί μεταφορά
Accusatif τὴν μεταφοράν τὰς μεταφοράς τὼ μεταφορά
Génitif τῆς μεταφορᾶς τῶν μεταφορῶν τοῖν μεταφοραῖν
Datif τῇ μεταφορ ταῖς μεταφοραῖς τοῖν μεταφοραῖν

μεταφορά, metaphorá *\me.ta.pʰo.ˈraː\ féminin

  1. Transport.
  2. Métaphore.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier