φτωχοφαμελίτισσα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de φτωχοφαμελίτης, ftokhofamelítis (« charmeur »), avec le suffixe -ισσα, -issa (« -esse »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  φτωχοφαμελίτισσα οι  φτωχοφαμελίτισσες
Génitif της  φτωχοφαμελίτισσας των  φτωχοφαμελιτισσών
Accusatif τη(ν)  φτωχοφαμελίτισσα τις  φτωχοφαμελίτισσες
Vocatif φτωχοφαμελίτισσα φτωχοφαμελίτισσες

φτωχοφαμελίτισσα, ftokhofamelítissa \ftɔ.xɔ.fa.mɛ.ˈli.ti.sa\ féminin (pour un homme, on dit : φτωχοφαμελίτης)

  1. Pauvresse.