Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
ζωδιακός
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Adjectif
1.2.1
Dérivés
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du grec ancien
ζῳδιακός
,
zōidiakós
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
ζωδιακ
ός
ζωδιακ
ή
ζωδιακ
ό
génitif
ζωδιακ
ού
ζωδιακ
ής
ζωδιακ
ού
accusatif
ζωδιακ
ό
ζωδιακ
ή
ζωδιακ
ό
vocatif
ζωδιακ
έ
ζωδιακ
ή
ζωδιακ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
ζωδιακ
οί
ζωδιακ
ές
ζωδιακ
ά
génitif
ζωδιακ
ών
ζωδιακ
ών
ζωδιακ
ών
accusatif
ζωδιακ
ούς
ζωδιακ
ές
ζωδιακ
ά
vocatif
ζωδιακ
οί
ζωδιακ
ές
ζωδιακ
ά
ζωδιακός
(zodiakós)
\zo.ði.aˈkos\
Zodiacal
.
Dérivés
modifier
ζώδιο