Étymologie

modifier
De στυγέω, stygéō (« haïr »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στυγερός στυγερή στυγερόν
vocatif στυγερέ στυγερή στυγερόν
accusatif στυγερόν στυγερήν στυγερόν
génitif στυγεροῦ στυγερῆς στυγεροῦ
datif στυγερ στυγερ στυγερ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif στυγερώ στυγερά στυγερώ
vocatif στυγερώ στυγερά στυγερώ
accusatif στυγερώ στυγερά στυγερώ
génitif στυγεροῖν στυγεραῖν στυγεροῖν
datif στυγεροῖν στυγεραῖν στυγεροῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στυγεροί στυγεραί στυγερά
vocatif στυγεροί στυγεραί στυγερά
accusatif στυγερούς στυγεράς στυγερά
génitif στυγερῶν στυγερῶν στυγερῶν
datif στυγεροῖς στυγεραῖς στυγεροῖς

στυγερός, stygerós

  1. Haï, haïssable.
    • καὶ πρὶν μὲν αἰὲν νυχίου
      δείματος ἦν μοι προβολὰ
      καὶ βελέων θούριος Αἴας·
      νῦν δ᾽ οὗτος ἀνεῖται στυγερῷ
      δαίμονι· τίς μοι, τίς ἔτ᾽ οὖν
      τέρψις ἐπέσται;
      γενοίμαν ἵν᾽ ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου
      πρόβλημ᾽ ἁλίκλυστον, ἄκραν
      ὑπὸ πλάκα Σουνίου,
      τὰς ἱερὰς ὅπως
      προσείποιμεν Ἀθάνας.
      — (Sophocle, Ajax ; traduction)
      Autrefois, contre les craintes de la nuit et contre les traits ennemis, le vaillant Ajax était mon rempart ; mais maintenant il est la proie d’une divinité odieuse. Quel plaisir me reste-t-il désormais ? Que ne suis-je à l’ombre des bois qui couronnent le promontoire de Sunium et ses vagues retentissantes, pour saluer les murs sacrés d’Athènes !

Synonymes

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Prononciation

modifier

Références

modifier