συνομοσπονδιακός
Étymologie
modifier- Mot dérivé de συνομοσπονδία, sinomospondía (« confédération »), avec le suffixe -ακός, -ákos ; voir ομοσπονδιακός.
Adjectif
modifierσυνομοσπονδιακός (sinomospondhiakós) \si.nɔ.mɔ.spɔn.ði.a.ˈkɔs\
συνομοσπονδιακός (sinomospondhiakós) \si.nɔ.mɔ.spɔn.ði.a.ˈkɔs\