ἀγράμματος

Étymologie

modifier
Composé de ἀ-, a- (« in- ») et de γράμμα, γράμματος, grámma, grámmatos (« lettre, instruction »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀγράμματος ἀγράμματος ἀγράμματον
vocatif ἀγράμματε ἀγράμματε ἀγράμματον
accusatif ἀγράμματον ἀγράμματον ἀγράμματον
génitif ἀγραμμάτου ἀγραμμάτου ἀγραμμάτου
datif ἀγραμμάτ ἀγραμμάτ ἀγραμμάτ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀγραμμάτω ἀγραμμάτω ἀγραμμάτω
vocatif ἀγραμμάτω ἀγραμμάτω ἀγραμμάτω
accusatif ἀγραμμάτω ἀγραμμάτω ἀγραμμάτω
génitif ἀγραμμάτοιν ἀγραμμάτοιν ἀγραμμάτοιν
datif ἀγραμμάτοιν ἀγραμμάτοιν ἀγραμμάτοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀγράμματοι ἀγράμματοι ἀγράμματα
vocatif ἀγράμματοι ἀγράμματοι ἀγράμματα
accusatif ἀγραμμάτους ἀγραμμάτους ἀγράμματα
génitif ἀγραμμάτων ἀγραμμάτων ἀγραμμάτων
datif ἀγραμμάτοις ἀγραμμάτοις ἀγραμμάτοις

ἀγράμματος, agrámmatos

  1. Illettré.

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier