ἐσωτερικός

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé du préfixe ἐσώτερος, esôteros-, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἐσωτερικός ἐσωτερική ἐσωτερικόν
vocatif ἐσωτερικέ ἐσωτερική ἐσωτερικόν
accusatif ἐσωτερικόν ἐσωτερικήν ἐσωτερικόν
génitif ἐσωτερικοῦ ἐσωτερικῆς ἐσωτερικοῦ
datif ἐσωτερικ ἐσωτερικ ἐσωτερικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἐσωτερικώ ἐσωτερικά ἐσωτερικώ
vocatif ἐσωτερικώ ἐσωτερικά ἐσωτερικώ
accusatif ἐσωτερικώ ἐσωτερικά ἐσωτερικώ
génitif ἐσωτερικοῖν ἐσωτερικαῖν ἐσωτερικοῖν
datif ἐσωτερικοῖν ἐσωτερικαῖν ἐσωτερικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἐσωτερικοί ἐσωτερικαί ἐσωτερικά
vocatif ἐσωτερικοί ἐσωτερικαί ἐσωτερικά
accusatif ἐσωτερικούς ἐσωτερικάς ἐσωτερικά
génitif ἐσωτερικῶν ἐσωτερικῶν ἐσωτερικῶν
datif ἐσωτερικοῖς ἐσωτερικαῖς ἐσωτερικοῖς

ἐσωτερικός, esôterikós *\e.sɔː.te.ri.ˈkos\

  1. Intime, réservé aux seuls adeptes, ésotérique.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier