διαλεκτικός

Étymologie

modifier
Du grec ancien διαλεκτικός, dialektikós.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διαλεκτικός διαλεκτική διαλεκτικό
génitif διαλεκτικού διαλεκτικής διαλεκτικού
accusatif διαλεκτικό διαλεκτική διαλεκτικό
vocatif διαλεκτικέ διαλεκτική διαλεκτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διαλεκτικοί διαλεκτικές διαλεκτικά
génitif διαλεκτικών διαλεκτικών διαλεκτικών
accusatif διαλεκτικούς διαλεκτικές διαλεκτικά
vocatif διαλεκτικοί διαλεκτικές διαλεκτικά

διαλεκτικός (dhialektikós) \ði.a.lɛk.ti.ˈkɔs\

  1. Dialectique

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διαλεκτικός)

Étymologie

modifier
Mot dérivé de διάλεκτος, diálektos (« discours, dialecte »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διαλεκτικός διαλεκτική διαλεκτικόν
vocatif διαλεκτικέ διαλεκτική διαλεκτικόν
accusatif διαλεκτικόν διαλεκτικήν διαλεκτικόν
génitif διαλεκτικοῦ διαλεκτικῆς διαλεκτικοῦ
datif διαλεκτικ διαλεκτικ διαλεκτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif διαλεκτικώ διαλεκτικά διαλεκτικώ
vocatif διαλεκτικώ διαλεκτικά διαλεκτικώ
accusatif διαλεκτικώ διαλεκτικά διαλεκτικώ
génitif διαλεκτικοῖν διαλεκτικαῖν διαλεκτικοῖν
datif διαλεκτικοῖν διαλεκτικαῖν διαλεκτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διαλεκτικοί διαλεκτικαί διαλεκτικά
vocatif διαλεκτικοί διαλεκτικαί διαλεκτικά
accusatif διαλεκτικούς διαλεκτικάς διαλεκτικά
génitif διαλεκτικῶν διαλεκτικῶν διαλεκτικῶν
datif διαλεκτικοῖς διαλεκτικαῖς διαλεκτικοῖς

διαλεκτικός, dialektikós

  1. Qui concerne la discussion.
  2. Propre à la discussion, habile à discuter.

Dérivés

modifier

Références

modifier