Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
θυγατρικός
Langue
Suivre
Modifier
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du grec ancien
θυγάτηρ
avec le suffixe
-ικός
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
θυγατρικ
ός
θυγατρικ
ή
θυγατρικ
ό
génitif
θυγατρικ
ού
θυγατρικ
ής
θυγατρικ
ού
accusatif
θυγατρικ
ό
θυγατρικ
ή
θυγατρικ
ό
vocatif
θυγατρικ
έ
θυγατρικ
ή
θυγατρικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
θυγατρικ
οί
θυγατρικ
ές
θυγατρικ
ά
génitif
θυγατρικ
ών
θυγατρικ
ών
θυγατρικ
ών
accusatif
θυγατρικ
ούς
θυγατρικ
ές
θυγατρικ
ά
vocatif
θυγατρικ
οί
θυγατρικ
ές
θυγατρικ
ά
θυγατρικός
(thigatrikós)
\θi.ɣa.tɾi.ˈkɔs\
Filiale
.