λειτουργικός

Étymologie

modifier
Du grec ancien λειτουργικός, leitourgikos.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif λειτουργικός λειτουργική λειτουργικό
génitif λειτουργικού λειτουργικής λειτουργικού
accusatif λειτουργικό λειτουργική λειτουργικό
vocatif λειτουργικέ λειτουργική λειτουργικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif λειτουργικοί λειτουργικές λειτουργικά
génitif λειτουργικών λειτουργικών λειτουργικών
accusatif λειτουργικούς λειτουργικές λειτουργικά
vocatif λειτουργικοί λειτουργικές λειτουργικά

λειτουργικός (lituryikós) \li.tuɾ.ʝi.ˈkɔs\

  1. Fonctionnel, liturgique.

Étymologie

modifier
Mot dérivé de λειτουργός, leitourgos (« fonctionnaire, ministre du culte »), avec le suffixe -ικός, -ikos.

Adjectif

modifier

λειτουργικός, leitourgikos *\Prononciation ?\

  1. Liturgique, ministrant, relatif au ministère du culte.

Références

modifier