λῃστρικός

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de λῃστρίς, lêstris, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif λῃστριϰός λῃστριϰή λῃστριϰόν
vocatif λῃστριϰέ λῃστριϰή λῃστριϰόν
accusatif λῃστριϰόν λῃστριϰήν λῃστριϰόν
génitif λῃστριϰοῦ λῃστριϰῆς λῃστριϰοῦ
datif λῃστριϰ λῃστριϰ λῃστριϰ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif λῃστριϰώ λῃστριϰά λῃστριϰώ
vocatif λῃστριϰώ λῃστριϰά λῃστριϰώ
accusatif λῃστριϰώ λῃστριϰά λῃστριϰώ
génitif λῃστριϰοῖν λῃστριϰαῖν λῃστριϰοῖν
datif λῃστριϰοῖν λῃστριϰαῖν λῃστριϰοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif λῃστριϰοί λῃστριϰαί λῃστριϰά
vocatif λῃστριϰοί λῃστριϰαί λῃστριϰά
accusatif λῃστριϰούς λῃστριϰάς λῃστριϰά
génitif λῃστριϰῶν λῃστριϰῶν λῃστριϰῶν
datif λῃστριϰοῖς λῃστριϰαῖς λῃστριϰοῖς

λῃστρικός, lêstrikos

  1. De brigand, de pirate.

Références modifier