Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
πορτογαλικός
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Adjectif
1.3
Prononciation
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du nom du pays
Πορτογαλία
avec le suffixe
-ικός
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
πορτογαλικ
ός
πορτογαλικ
ή
πορτογαλικ
ό
génitif
πορτογαλικ
ού
πορτογαλικ
ής
πορτογαλικ
ού
accusatif
πορτογαλικ
ό
πορτογαλικ
ή
πορτογαλικ
ό
vocatif
πορτογαλικ
έ
πορτογαλικ
ή
πορτογαλικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
πορτογαλικ
οί
πορτογαλικ
ές
πορτογαλικ
ά
génitif
πορτογαλικ
ών
πορτογαλικ
ών
πορτογαλικ
ών
accusatif
πορτογαλικ
ούς
πορτογαλικ
ές
πορτογαλικ
ά
vocatif
πορτογαλικ
οί
πορτογαλικ
ές
πορτογαλικ
ά
πορτογαλικός
, -ή, -ό
Portugais
.
Prononciation
modifier
\pɔɾ.tɔ.ɣa.li.ˈkɔs\