διοπτρικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Via le français dioptrique, du grec ancien διοπτρικός, dioptrikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διοπτρικός διοπτρική διοπτρικό
génitif διοπτρικού διοπτρικής διοπτρικού
accusatif διοπτρικό διοπτρική διοπτρικό
vocatif διοπτρικέ διοπτρική διοπτρικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διοπτρικοί διοπτρικές διοπτρικά
génitif διοπτρικών διοπτρικών διοπτρικών
accusatif διοπτρικούς διοπτρικές διοπτρικά
vocatif διοπτρικοί διοπτρικές διοπτρικά

διοπτρικός, dioptrikós \Prononciation ?\

  1. Dioptrique.
    • Διοπτρικό τηλεσκόπιο.

Dérivés modifier

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διοπτρικός)

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de διόπτρα, dióptra, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διοπτρικός διοπτρική διοπτρικόν
vocatif διοπτρικέ διοπτρική διοπτρικόν
accusatif διοπτρικόν διοπτρικήν διοπτρικόν
génitif διοπτρικοῦ διοπτρικῆς διοπτρικοῦ
datif διοπτρικ διοπτρικ διοπτρικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif διοπτρικώ διοπτρικά διοπτρικώ
vocatif διοπτρικώ διοπτρικά διοπτρικώ
accusatif διοπτρικώ διοπτρικά διοπτρικώ
génitif διοπτρικοῖν διοπτρικαῖν διοπτρικοῖν
datif διοπτρικοῖν διοπτρικαῖν διοπτρικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διοπτρικοί διοπτρικαί διοπτρικά
vocatif διοπτρικοί διοπτρικαί διοπτρικά
accusatif διοπτρικούς διοπτρικάς διοπτρικά
génitif διοπτρικῶν διοπτρικῶν διοπτρικῶν
datif διοπτρικοῖς διοπτρικαῖς διοπτρικοῖς

διοπτρικός, dioptrikós *\Prononciation ?\ masculin

  1. Relatif au bâton de Jacob.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier