Étymologie

modifier
Du grec ancien κλητικός, klêtikós.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif κλητικός κλητική κλητικό
génitif κλητικού κλητικής κλητικού
accusatif κλητικό κλητική κλητικό
vocatif κλητικέ κλητική κλητικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif κλητικοί κλητικές κλητικά
génitif κλητικών κλητικών κλητικών
accusatif κλητικούς κλητικές κλητικά
vocatif κλητικοί κλητικές κλητικά

κλητικός, klitikós \Prononciation ?\

  1. D’appel.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κλητικός)

Étymologie

modifier
Mot dérivé de κλητός, klêtós (« appelé »), avec le suffixe -ικός, -ikós ; plus avant, de καλέω, kaléô (« appeler »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif κλητικός κλητική κλητικόν
vocatif κλητικέ κλητική κλητικόν
accusatif κλητικόν κλητικήν κλητικόν
génitif κλητικοῦ κλητικῆς κλητικοῦ
datif κλητικ κλητικ κλητικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif κλητικώ κλητικά κλητικώ
vocatif κλητικώ κλητικά κλητικώ
accusatif κλητικώ κλητικά κλητικώ
génitif κλητικοῖν κλητικαῖν κλητικοῖν
datif κλητικοῖν κλητικαῖν κλητικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif κλητικοί κλητικαί κλητικά
vocatif κλητικοί κλητικαί κλητικά
accusatif κλητικούς κλητικάς κλητικά
génitif κλητικῶν κλητικῶν κλητικῶν
datif κλητικοῖς κλητικαῖς κλητικοῖς

κλητικός, klêtikos *\Prononciation ?\

  1. D’appel.
    • κλητική πτῶσις, le vocatif.

Apparentés étymologiques

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier