Étymologie

modifier
Du grec ancien πολιτικός, politikós.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικός πολιτική πολιτικό
génitif πολιτικού πολιτικής πολιτικού
accusatif πολιτικό πολιτική πολιτικό
vocatif πολιτικέ πολιτική πολιτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικοί πολιτικές πολιτικά
génitif πολιτικών πολιτικών πολιτικών
accusatif πολιτικούς πολιτικές πολιτικά
vocatif πολιτικοί πολιτικές πολιτικά

πολιτικός, politikós \pɔ.li.ti.ˈkɔs\

  1. Politique.
  2. Municipal, urbain.

Dérivés

modifier

Nom commun

modifier

πολιτικός, politikós \pɔ.li.ti.ˈkɔs\

  1. Homme politique, politicien.

Étymologie

modifier
Mot dérivé de πολίτης, polítēs (« citoyen »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικός πολιτική πολιτικόν
vocatif πολιτικέ πολιτική πολιτικόν
accusatif πολιτικόν πολιτικήν πολιτικόν
génitif πολιτικοῦ πολιτικῆς πολιτικοῦ
datif πολιτικ πολιτικ πολιτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικώ πολιτικά πολιτικώ
vocatif πολιτικώ πολιτικά πολιτικώ
accusatif πολιτικώ πολιτικά πολιτικώ
génitif πολιτικοῖν πολιτικαῖν πολιτικοῖν
datif πολιτικοῖν πολιτικαῖν πολιτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικοί πολιτικαί πολιτικά
vocatif πολιτικοί πολιτικαί πολιτικά
accusatif πολιτικούς πολιτικάς πολιτικά
génitif πολιτικῶν πολιτικῶν πολιτικῶν
datif πολιτικοῖς πολιτικαῖς πολιτικοῖς

πολιτικός, politikós *\po.liː.ti.kós\

  1. Civique, politique.
  2. Municipal, urbain.

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier