ἀλαζονικός

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de ἀλαζών, alazôn, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀλαζονικός ἀλαζονική ἀλαζονικόν
vocatif ἀλαζονικέ ἀλαζονική ἀλαζονικόν
accusatif ἀλαζονικόν ἀλαζονικήν ἀλαζονικόν
génitif ἀλαζονικοῦ ἀλαζονικῆς ἀλαζονικοῦ
datif ἀλαζονικ ἀλαζονικ ἀλαζονικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀλαζονικώ ἀλαζονικά ἀλαζονικώ
vocatif ἀλαζονικώ ἀλαζονικά ἀλαζονικώ
accusatif ἀλαζονικώ ἀλαζονικά ἀλαζονικώ
génitif ἀλαζονικοῖν ἀλαζονικαῖν ἀλαζονικοῖν
datif ἀλαζονικοῖν ἀλαζονικαῖν ἀλαζονικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀλαζονικοί ἀλαζονικαί ἀλαζονικά
vocatif ἀλαζονικοί ἀλαζονικαί ἀλαζονικά
accusatif ἀλαζονικούς ἀλαζονικάς ἀλαζονικά
génitif ἀλαζονικῶν ἀλαζονικῶν ἀλαζονικῶν
datif ἀλαζονικοῖς ἀλαζονικαῖς ἀλαζονικοῖς

ἀλαζονικός, alazonikós *\Prononciation ?\

  1. Vantard.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier