ὑδροφόβος

Étymologie

modifier
De ὕδωρ et φόβος.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὑδροφόβος οἱ ὑδροφόβοι τὼ ὑδροφόβω
Vocatif ὑδροφόβε ὑδροφόβοι ὑδροφόβω
Accusatif τὸν ὑδροφόβον τοὺς ὑδροφόβους τὼ ὑδροφόβω
Génitif τοῦ ὑδροφόβου τῶν ὑδροφόβων τοῖν ὑδροφόβοιν
Datif τῷ ὑδροφόβ τοῖς ὑδροφόβοις τοῖν ὑδροφόβοιν

ὑδροφόβος, οῦ (ὁ) [udrophobos] masculin

  1. Hydrophobie.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ὑδροφόβος ὑδροφόβος ὑδροφόβον
vocatif ὑδροφόβε ὑδροφόβε ὑδροφόβον
accusatif ὑδροφόβον ὑδροφόβον ὑδροφόβον
génitif ὑδροφόβου ὑδροφόβου ὑδροφόβου
datif ὑδροφόβ ὑδροφόβ ὑδροφόβ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ὑδροφόβω ὑδροφόβω ὑδροφόβω
vocatif ὑδροφόβω ὑδροφόβω ὑδροφόβω
accusatif ὑδροφόβω ὑδροφόβω ὑδροφόβω
génitif ὑδροφόβοιν ὑδροφόβοιν ὑδροφόβοιν
datif ὑδροφόβοιν ὑδροφόβοιν ὑδροφόβοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ὑδροφόβοι ὑδροφόβοι ὑδροφόβα
vocatif ὑδροφόβοι ὑδροφόβοι ὑδροφόβα
accusatif ὑδροφόβους ὑδροφόβους ὑδροφόβα
génitif ὑδροφόβων ὑδροφόβων ὑδροφόβων
datif ὑδροφόβοις ὑδροφόβοις ὑδροφόβοις

ὑδροφόβος, ος, ον [udrophobos]

  1. Atteint d’hydrophobie.

Références

modifier