Voir aussi : Τηλέμαχος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Composé de τῆλε, têle (« loin »), μάχη, mákhē (« combat ») et -ος, -os.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif τηλέμαχος τηλεμάχα τηλέμαχον
vocatif τηλέμαχε τηλεμάχα τηλέμαχον
accusatif τηλέμαχον τηλεμάχαν τηλέμαχον
génitif τηλεμάχου τηλεμάχας τηλεμάχου
datif τηλεμάχ τηλεμάχ τηλεμάχ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif τηλεμάχω τηλεμάχα τηλεμάχω
vocatif τηλεμάχω τηλεμάχω τηλεμάχω
accusatif τηλεμάχω τηλεμάχα τηλεμάχω
génitif τηλεμάχοιν τηλεμάχαιν τηλεμάχοιν
datif τηλεμάχοιν τηλεμάχαιν τηλεμάχοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif τηλέμαχοι τηλέμαχαι τηλέμαχα
vocatif τηλέμαχοι τηλέμαχαι τηλέμαχα
accusatif τηλεμάχους τηλεμάχας τηλεμάχα
génitif τηλεμάχων τηλεμάχων τηλεμάχων
datif τηλεμάχοις τηλεμάχαις τηλεμάχοις

τηλέμαχος, tēlémakhos

  1. Qui combat au loin.

Dérivés modifier

Prononciation modifier

Références modifier