Étymologie

modifier
(Date à préciser) Du grec ancien βέβαιος, bébaios.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif βέβαιος βέβαιη βέβαιο
génitif βέβαιου βέβαιης βέβαιου
accusatif βέβαιο βέβαιη βέβαιο
vocatif βέβαιε βέβαιη βέβαιο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif βέβαιοι βέβαιες βέβαια
génitif βέβαιων βέβαιων βέβαιων
accusatif βέβαιους βέβαιες βέβαια
vocatif βέβαιοι βέβαιες βέβαια

βέβαιος (véveos) \ˈvɛ.vɛ.ɔs\

  1. Certain, indubitable, assuré.

Étymologie

modifier
(Date à préciser) De βαίνω (« aller, aller bien »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif βέβαιος βεβαία βέβαιον
vocatif βέβαιε βεβαία βέβαιον
accusatif βέβαιον βεβαίαν βέβαιον
génitif βεβαίου βεβαίας βεβαίου
datif βεβαί βεβαί βεβαί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif βεβαίω βεβαία βεβαίω
vocatif βεβαίω βεβαία βεβαίω
accusatif βεβαίω βεβαία βεβαίω
génitif βεβαίοιν βεβαίαιν βεβαίοιν
datif βεβαίοιν βεβαίαιν βεβαίοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif βέβαιοι βέβαιαι βέβαια
vocatif βέβαιοι βέβαιαι βέβαια
accusatif βεβαίους βεβαίας βέβαια
génitif βεβαίων βεβαίων βεβαίων
datif βεβαίοις βεβαίαις βεβαίοις

βέβαιος, bébaios \ˈbe.ba͜ɪ.os\

  1. Certain, ferme, assuré.
    • βεβαιότερος κίνδυνος.
      Une entreprise plus certaine [moins risquée].

Antonymes

modifier

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier