στενόχωρος

Étymologie

modifier
Du grec ancien στενόχωρος, stenókhôros.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στενόχωρος στενόχωρη στενόχωρο
génitif στενόχωρου στενόχωρης στενόχωρου
accusatif στενόχωρο στενόχωρη στενόχωρο
vocatif στενόχωρε στενόχωρη στενόχωρο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στενόχωροι στενόχωρες στενόχωρα
génitif στενόχωρων στενόχωρων στενόχωρων
accusatif στενόχωρους στενόχωρες στενόχωρα
vocatif στενόχωροι στενόχωρες στενόχωρα

στενόχωρος, stenókhoros \Prononciation ?\

  1. Étroit.
  2. Désagréable.
  3. Triste.

Synonymes

modifier

Antonymes

modifier

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (στενόχωρος)

Étymologie

modifier
Mot composé de στενός, stenós (« étroit ») et de χῶρος, khôros (« endroit »).

Nom commun

modifier

στενόχωρος, stenókhôros *\Prononciation ?\ masculin

  1. (Géographie) Détroit.

Synonymes

modifier

Dérivés

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier